- τολμηρά
- τολμηρόςhardihoodneut nom/voc/acc plτολμηρά̱ , τολμηρόςhardihoodfem nom/voc/acc dualτολμηρά̱ , τολμηρόςhardihoodfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τολμηρᾷ — τολμηρός hardihood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηράν — τολμηρά̱ν , τολμηρός hardihood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηράς — τολμηρά̱ς , τολμηρός hardihood fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ευκάρδιος — εὐκάρδιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός 2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής 3. ο καλός για το στομάχι 3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός. επίρρ... εὐκαρδίως με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.… … Dictionary of Greek